-
1 растяжка
1. (диапазона) η διεύρυνση της περιοχής (των ραδιοκυμάτων) 2. (элемент конструкции) το στοιχείο υπό εφελκυσμό 3. тех. о εντατήρας, η δοκός 4. (наружной обшивки) мор. το σχέδιο (ελασμάτων) του εξωτερικού περιβλήματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > растяжка